Want to make creations as awesome as this one?

Transcript

Ανάσταση ελπίδας για όλους, για ένα κόσμο πιο ανθρώπινο, πιο ειρηνικό, για ένα κόσμο δημιουργικό και ευτυχισμένο.

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο/ αύριο, αύριο, αύριο λένε: το Πάσχα του Θεού», (Ο. Ελύτης)

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ (Ζάκυνθος, 1798 – Κέρκυρα, 1857)Η ημέρα της Λαμπρής Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσετης αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσετʼ ουρανού σε κανένα από τα μέρη×και από κει κινημένο αργοφυσούσετόσο γλυκό στο πρόσωπο τʼ αέρι,που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα. Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,όλοι, μικροί, μεγάλοι, ετοιμαστήτε×μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρεςμε το φως της χαράς συμμαζωχτήτε×ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρεςομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε×φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι. Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες×γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες×λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφιαπό το φως που χύνουνε οι λαμπάδες×κάθε πρόσωπο λάμπει απʼ τʼ αγιοκέριόπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ (Αθήνα, 1931) Πάσχα στο φούρνο Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπασε ακούνε οι καλεσμένοι.Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξεκάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστικήχρονιάρα μέρα η ωμότητά σας. Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκοςτο χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχαη σφαγή.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (Ηράκλειο Κρήτης, 1911 – Αθήνα, 1996) Κυριακή (Πάσχα), 26 Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο. Σου ΄ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Ύστερα να κατέβεις και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (Αθήνα, 1922-1988) Ανάσταση “Δεν σʼ ακολουθώ πια” φώναξα, μα εκείνος μʼ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα., πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,κι οι οργανοπαίκτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απʼ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απʼ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς, προσπαθούσε να κρύψει μʼ ένα σάλι το βρώμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα, πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα, κρυφά, και νοίκιασα ένα δωμάτιο σʼ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλομό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, “πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν” είπε λυπημένος,γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για τον σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στον δρόμο.